- μετ-οικιστής
μετ-οικιστής, ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Uebersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-οικιστής, ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Uebersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek