- μετ-οχικός
μετ-οχικός, ή, όν, theilnehmend, τὸ μετοχικόν, das Participium, Gramm.; S. Emp. adv. gramm. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-οχικός, ή, όν, theilnehmend, τὸ μετοχικόν, das Participium, Gramm.; S. Emp. adv. gramm. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.