- μετ-οχετεύω
μετ-οχετεύω, das Wasser durch Gräben von einem Orte fort zu einem andern hinleiten, Sp., auch übertr., wie Hdn. 1, 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-οχετεύω, das Wasser durch Gräben von einem Orte fort zu einem andern hinleiten, Sp., auch übertr., wie Hdn. 1, 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετοχετεύω — (ΑΜ μετοχετεύω) μεταφέρω νερό μέσω οχετού από ένα μέρος σε άλλο αρχ. παράγω, αντλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀχετεύω «μεταβιβάζω νερό μέσα από διώρυγα»] … Dictionary of Greek