μεταμώνιος

μεταμώνιος

μεταμώνιος, schon von den Alten auf μετά u. ἄνεμος zurückgeführt, und μάταια, ἀνεμοφόρητα erkl., vgl. ἀνεμώλιος, welches Wort auch die Schreibung μεταμώλιος rechtfertigen sollte, die aber nach den bessern mss. in Hom. u. Pind. verworfen ist; eigtl. mit dem Winde dahingetragen, d. i. nichtig, vergeblich, ohne Erfolg; τὰ δὲ πάντα ϑεοὶ μεταμώνια ϑεῖεν, Il. 4, 363; μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται, Od. 2, 98. 19, 143. 24, 133, ungenütztes Garn, vergeblich gemachtes, nicht gebrauchtes Gespinnst; μεταμώνια βάζειν, nichtiges Zeug reden, in den Wind schwatzen, Od. 18, 332. 392; ἐλπίδες ἀνδρῶν τέμνοισαι πολλὰ ψεύδη μεταμώνια, Pind. Ol. 12, 6, u. ähnl. μεταμώνια ϑηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν, P. 3, 23; die Ableitung ist noch mehr zu erkennen bei Ar. Pax 117, ὡς σὺ μετ' ὀρνίϑωνἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταμώνιος — μεταμώνιος, ον (Α) 1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητος («κονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμώνιος — vain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμώνιον — μεταμώνιος vain masc/fem acc sg μεταμώνιος vain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμώνια — μεταμώνιος vain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • манити — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. μεταμώνιος) манить, привлекать, обманывать …   Словарь церковнославянского языка

  • ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… …   Dictionary of Greek

  • an(ǝ)-3 (*ḫenaḫ-) —     an(ǝ) 3 (*ḫenaḫ )     English meaning: “to breathe”     Note: Root an(ǝ) 3 : “to breathe” derived from a reduction of Root anĝhen : ‘smell, odour; person” as in Arm. anjn (for older *anj), gen. anjin “ soul, being, person “: O.N. angi m. “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”