- μετ-αίφνιος
μετ-αίφνιος, = ἐξαίφνης, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αίφνιος, = ἐξαίφνης, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταίφνιος — μεταίφνιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αιφνίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αίφνιος (< αἴφνης)] … Dictionary of Greek