- πύργινος
πύργινος, die Thürme oder die Stadt betreffend, νομίσματα, Aesch. Pers. 844.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πύργινος, die Thürme oder die Stadt betreffend, νομίσματα, Aesch. Pers. 844.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πύργινος — η, ον, Α ο όμοιος με πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
πύργινα — πύργινος tower like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek