μεταλλήγω, ep. = μετα-λήγω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλήγω — (Α) (επικ.τ.) βλ. μεταλήγω … Dictionary of Greek
μεταλήγω — μεταλήγω, επικ. τ. μεταλλήγω (Α) παύω, σταματώ, διακόπτω κάτι … Dictionary of Greek