μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μεθυπέρβατος — μεθυπέρβατος, ον (Α) (για λέξη) υπερβατός, συγκεχυμένος ή περιπεπλεγμένος («νόημα μεθυπέρβατον», Θεοδώρ.). επίρρ... μεθυπερβατῶς (Α) με αλλαγή τής συνήθους ή κανονικής σειράς τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑπερβατός] … Dictionary of Greek
μεθυπόστρωσις — μεθυπόστρωσις, εως, ἡ (Α) η αλλαγή τού στρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑπόστρωσις] … Dictionary of Greek
μετέλευσις — μετέλευσις, ἡ (Α) 1. διαδοχική παρέλευση, διαδοχή 2. (στην ιατρική) αλλαγή θεραπείας 3. καταδίωξη ή τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»] … Dictionary of Greek
μεταγνώμη — μεταγνώμη, ἡ (Α) 1. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης 2. αποσκίρτηση, αποστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γνώμη (πρβλ. δια γνώμη, συγ γνώμη)] … Dictionary of Greek
μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί … Dictionary of Greek
μεταδιορισμός — μεταδιορισμός, ὁ (Μ) μεταβολή που προκαλεί διάκριση, αλλαγή προς το καλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + διορισμός] … Dictionary of Greek