- μεταλλικός
μεταλλικός, 1) auf die Bergwerke bezüglich, νόμος, Dem. 37, 35, δίκαι, ib. 36. – 2) von Metall, metallisch, Plut. Symp. 4, 1, 3 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλικός, 1) auf die Bergwerke bezüglich, νόμος, Dem. 37, 35, δίκαι, ib. 36. – 2) von Metall, metallisch, Plut. Symp. 4, 1, 3 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο: Μεταλλικό χρώμα. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μετάλλινος: Μεταλλικό εργαλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλικά — μεταλλικός of neut nom/voc/acc pl μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc/acc dual μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῶν — μεταλλικός of fem gen pl μεταλλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικόν — μεταλλικός of masc acc sg μεταλλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαῖς — μεταλλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαί — μεταλλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῖς — μεταλλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῦ — μεταλλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῆς — μεταλλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)