- μεταλλεύς
μεταλλεύς, ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλεύς, ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλεύς — μεταλλεύς, έως, ὁ (Α) [μέταλλον] 1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος 2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς τίτλος έργων τού Φερεκράτους και τού Νικομάχου 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού … Dictionary of Greek
μεταλλεύς — ant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλεῖς — μεταλλάω search carefully pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) μεταλλεύς ant masc acc pl μεταλλεύς ant masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλέων — μεταλλάω search carefully pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) μεταλλεύς ant masc gen pl μεταλλέω̆ν , μεταλλεύς ant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλέως — μεταλλέω̆ς , μεταλλεύς ant masc gen sg μεταλλεύς ant masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται … Dictionary of Greek
ՀԱԼԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0004 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ա. χυτός fusilis. Որ կարէ հալիլ. հալելի. հրահալելի. եւ Մարսելի. *Որ ապակւոյն է սեռն ամենայն, եւ որչափ ʼի քարանցն հալական տեսակք կոչին. Պղատ. տիմ.: *Յոսկի գլուխ. զի ʼի հալական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μεταλλεῦ — μεταλλάω search carefully pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) μεταλλάω search carefully imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) μεταλλεύς ant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλεῦσι — μεταλλάω search carefully pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) μεταλλάω search carefully pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) μεταλλεύς ant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)