μετα-μίγνῡμι

μετα-μίγνῡμι

μετα-μίγνῡμι (s. μίγνῡμι), dazwischen, darunter mischen, τινί τι, z. B. κτήμαϑ', ὁπόσσα τοι ἔστι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν, Od. 22, 221.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”