μετα-μέλω

μετα-μέλω

μετα-μέλω (s. μέλω), act. nur 3. Person; μεταμέλει μοι, es gereuet mich, πόνος, Aesch. Eum. 741; οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν, Ar. Nubb. 1098; τῷ Ἀρίστωνι μετέμελε τὸ εἰρημένον, Her. 6, 63; und mit dem gen. der Sache, ὡς ἐκείνοις μὲν τότε μεταμέλει ὧν ἂν εὖ ποιήσωσιν, Plat. Phaedr. 231 a; Xen. Cyr. 5, 1, 22; Sp., οὐ μεταμέλει μοι τῆς αἱρέσεως, Luc. Hermot. 21. – Zum dat. der Person tritt ein partic., welches den Gegenstand der Reue ausdrückt, μετεμέλησέ σφι ταῦτα ποιήσασι, sie bereu'ten dies gethan zu haben, Her. 1, 130; μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήςποντον μαστιγώσαντι, 7, 54, es reu'te ihn den Hellespont gepeitscht zu haben; οὔτε νῦν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ, Plat. Apol. 38 e; das partic. neutr., μεταμέλον αὐτοῖς, da sie es bereu'ten, Phaed. 113 e, wie Isocr. 18, 60, τῶν μὲν ἀνηλωμένων μεταμέλον αὐτοῖς. – Med. μεταμέλομαι, fut. μεταμελήσομαι, Reue haben, theils absolut, Xen. Cyr. 4, 6, 5, εἰς τὸ μεταμελησόμενον προϊέναι Mem. 2, 6, 23, die Reue, theils c. partic., μετεμέλοντο οὐκ ἀναστάντες, sie bereu'ten nicht aufgestanden zu sein, Thuc. 7, 50, vgl. 4, 27; τινί und ἐπί τινι, Plut. Timol. 6 u. öfter; περί τινος, Phalar. – Wie das act. construirt, μεταμέλεσϑαι πολλάκις αὐτοῖς, Plat. Dem. 382 d. – Uebh. = seinen Vorsatz, seine Meinung ändern, Pol. 4, 50, 6. 25, 5, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”