- μετα-νάστρια
μετα-νάστρια, ἡ, fem. zu μετανάστης, σκοπέλων μετ. πέρδιξ, Agath. 85 (VII, 204), die Felsen verlassend und wegziehend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-νάστρια, ἡ, fem. zu μετανάστης, σκοπέλων μετ. πέρδιξ, Agath. 85 (VII, 204), die Felsen verlassend und wegziehend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.