- μετα-δέω
μετα-δέω (s. δέω), um-, anders binden, μεταδετέον, Xen. equ. 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-δέω (s. δέω), um-, anders binden, μεταδετέον, Xen. equ. 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταδοῦν — μετά δέω 1 bind pres part act masc voc sg (attic epic doric) μετά δέω 1 bind pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) μετά δέω 2 lack pres part act masc voc sg (attic epic doric) μετά δέω 2 lack pres part act neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδοῦντα — μετά δέω 1 bind pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μετά δέω 1 bind pres part act masc acc sg (attic epic doric) μετά δέω 2 lack pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μετά δέω 2 lack pres part act masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυπεδησάμην — μετά , ὑπό δέομαι lack aor ind mp 1st sg μετά , ὑπό δέω 2 lack aor ind mid 1st sg μετά ὑποδέω bind aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… … Dictionary of Greek
επίδεσμος — ο (AM ἐπίδεσμος) ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος τού σώματος νεοελλ. 1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί 2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» επίδεσμος και… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek