- μετα-δοκέω
μετα-δοκέω (s. δοκέω), anders meinen; im act. imperf., ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ἐμοί, da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσϑαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῠτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.