- μετα-δαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐϑέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.