- μετα-δρομή
μετα-δρομή, ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσϑα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-δρομή, ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσϑα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… … Dictionary of Greek