- μετα-γίγνομαι
μετα-γίγνομαι (s. γίγνομαι), nachher werden, entstehen, – dazwischen geschehen, – anders werden, geschehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-γίγνομαι (s. γίγνομαι), nachher werden, entstehen, – dazwischen geschehen, – anders werden, geschehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταγιγνόμενον — μετά γίγνομαι come into a new state of being pres part mp masc acc sg μετά γίγνομαι come into a new state of being pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενομένης — μετά γίγνομαι come into a new state of being aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενομένοις — μετά γίγνομαι come into a new state of being aor part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενομένους — μετά γίγνομαι come into a new state of being aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενέσθαι — μετά γίγνομαι come into a new state of being aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγένωνται — μετά γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγίνεσθαι — μετά γίγνομαι come into a new state of being pres inf mp (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεγένου — μετά γίγνομαι come into a new state of being aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεγίνετο — μετά γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek