- μετα-κηπεύω
μετα-κηπεύω, um-, verpflanzen, praef. Arist. de plant.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-κηπεύω, um-, verpflanzen, praef. Arist. de plant.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετακηπεύοντες — μετά κηπεύω rear in a garden pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)