- μετα-καθ-έζομαι
μετα-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich umsetzen, seinen Platz verändern, μετεκαϑέζετο ἐπί τὸν ἑξῆς ϑρόνον, Luc. Icarom. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich umsetzen, seinen Platz verändern, μετεκαϑέζετο ἐπί τὸν ἑξῆς ϑρόνον, Luc. Icarom. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.