μετ-αγγίζω

μετ-αγγίζω

μετ-αγγίζω, aus einem Gefäß in ein anderes gießen, umgießen, Diosc; auch übertr., Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταγγίζω — (AM) μσν. παραγεμίζω αρχ. χύνω μέσα στο αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ αγγίζω, μετ αγγίζω] …   Dictionary of Greek

  • μεταγγίζω — (ΑM μεταγγίζω) μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.) νεοελλ. διοχετεύω υγρό μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) μεταγγίζομαι (για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • μεταψαλάσσω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) θέτω σε άλλο μέρος, μεταθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρώς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”