- μετα-κελητίζω
μετα-κελητίζω, sich von einem κέλης auf den andern begeben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-κελητίζω, sich von einem κέλης auf den andern begeben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετακελητίσας — μετακελητίσᾱς , μετά κελητίζω ride aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)