πόλος

πόλος

πόλος, ὁ (πέλομαι), 1) der Punkt, die Achse, um die sich Etwas dreht, bes. die Erd- und Himmelsachse, auch ihre Endpunkte, Nord- u. Südpol; οὐράνιόν τε πόλον νώτοις ὑποστενάζει, Aesch. Prom. 427; λαμπρῶν ἄστρων πόλον ἐξανύσας, Eur. Or. 1685; Ar. Av. 179 ὀρνίϑων πόλος, komisch erklärt ὥςπερ εἴποι τις τόπος· ὅτι δὲ πολεῖται τοῦτο καὶ διέρχεται ἅπαντα, διὰ τοῦτό γε καλεῖται νῦν πόλος. Vgl. Plat. Tim. 40 b Crat. 405 c. Auch die Erdkugel und der Himmel selbst. – Bei Eratosth. Catast. 2 der Polarstern. – 2) umgewendetes, umgepflügtes Land, Xen. oec. 18, 8. – 3) bei D. Sic. 18, 27 eine Art von Schwungfeder auf der Wagenachse, auf welcher der Wagenkasten ruht. – 4) ein astronomisches Instrument, das die Wechsel der Jahreszeiten anzeigt, καὶ γνώμων, Her. 2, 109; Poll. 9, 46; vgl. Ath. V, 208. Nach Luc. Lexiph. 4 scheint es in dieser Bdtg fem. gewesen zu sein; vgl. Ideler Chronol. 1 p. 233.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πόλος — piuot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλος — piuot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …   Dictionary of Greek

  • πόλος — ο 1. το κάθε άκρο άξονα γύρω από τον οποίο γυρνά πραγματική ή φανταστική σφαίρα: Πόλοι της Γης. 2. το καθένα από τα άκρα μαγνήτη ή αγωγού: Μαγνητικοί πόλοι. 3. καθετί που είναι σε θέση αντίθετη από κάποιο άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • Πόλοι — Πόλος piuot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλοι — πόλος piuot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλοιο — Πόλος piuot masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλοιο — πόλος piuot masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλοις — Πόλος piuot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλοις — πόλος piuot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”