μετα-κεράννῡμι

μετα-κεράννῡμι

μετα-κεράννῡμι (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καϑαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετακεραννύει — μετά κεράννυμι mix pres ind mp 2nd sg μετά κεράννυμι mix pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεραννύμενον — μετά κεράννυμι mix pres part mp masc acc sg μετά κεράννυμι mix pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεραννύειν — μετά κεράννυμι mix pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεραννύοντας — μετά κεράννυμι mix pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεράννυται — μετά κεράννυμι mix pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεράσαντος — μετά κεράννυμι mix aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεκέρασεν — μετά κεράννυμι mix aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεράσας — μετακεράσᾱς , μετά κεράννυμι mix aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μετακερά̱σᾱς , μετά κεράω mix pres part act fem acc pl (epic doric) μετακερά̱σᾱς , μετά κεράω mix pres part act fem gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακεραννύς — μετακεραννύ̱ς , μετά κεράννυμι mix pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”