μετακεραννύει — μετά κεράννυμι mix pres ind mp 2nd sg μετά κεράννυμι mix pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύμενον — μετά κεράννυμι mix pres part mp masc acc sg μετά κεράννυμι mix pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύειν — μετά κεράννυμι mix pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύοντας — μετά κεράννυμι mix pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεράννυται — μετά κεράννυμι mix pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεράσαντος — μετά κεράννυμι mix aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκέρασεν — μετά κεράννυμι mix aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεράσας — μετακεράσᾱς , μετά κεράννυμι mix aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μετακερά̱σᾱς , μετά κεράω mix pres part act fem acc pl (epic doric) μετακερά̱σᾱς , μετά κεράω mix pres part act fem gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεραννύς — μετακεραννύ̱ς , μετά κεράννυμι mix pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek