- μετα-κύνιον
μετα-κύνιον, τό, v. l. für μεσοκύνιον, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-κύνιον, τό, v. l. für μεσοκύνιον, Hippiatr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοκύνιον — μεσοκύνιον, τὸ (Μ) το κατώτερο μέρος τού ποδιού τού ίππου και άλλων ζώων κοντά στην οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσοκύνιος (< μεσ[ο] * + κύων), πρβλ. μετα κύνιον, παγ κύνιον] … Dictionary of Greek
Πιερλό, Ουμβέρτος — (Pierlot, Κυνιόν 1883 – Βρυξέλες 1963). Βέλγος κόμης και πολιτικός. Ήταν καθηγητής του δικαίου και ένας από τους ηγέτες του Καθολικού Κόμματος. Διετέλεσε διαδοχικά υπουργός Εσωτερικών (1934 35) και Γεωργίας (1936 38). Το 1939 έγινε πρωθυπουργός… … Dictionary of Greek