- μετα-κόπτω
μετα-κόπτω, umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-κόπτω, umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετακοπέν — μετά κόπτω cut aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… … Dictionary of Greek
λωλώ — (I) λωλώ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν σῡκα μετά γιγάρτων φωσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τον τ. λῶλον*]. (II) λωλῶ (Α) [λώλον] (κατά τον Ζωναρά) «σῡκον μετά γιγάρτων κόπτω» … Dictionary of Greek
κότσαλο — το 1. μέρος τού σταχιού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα 2. στέλεχος τού καρπού τού καλαμποκιού μετά την εκκόκκισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός) και το ν > λ πιθ. αναλογικά προς τα βότσαλο,… … Dictionary of Greek
ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με … Dictionary of Greek