- μετ-αγωγεύς
μετ-αγωγεύς, ὁ, der Hinüberführende, Ableitende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αγωγεύς, ὁ, der Hinüberführende, Ableitende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί … Dictionary of Greek