- μετα-κυβεύω
μετα-κυβεύω, umwürfeln, nach dem Zufall wie mit Würfeln verändern, Sp., auch μετακύβευσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-κυβεύω, umwürfeln, nach dem Zufall wie mit Würfeln verändern, Sp., auch μετακύβευσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετακυβεύοντα — μετά κυβεύω play at dice pres part act neut nom/voc/acc pl μετά κυβεύω play at dice pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκύβευον — μετά κυβεύω play at dice imperf ind act 3rd pl μετά κυβεύω play at dice imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκύβευτο — μετά κυβεύω play at dice plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυβευομένην — μετά κυβεύω play at dice pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυβεύεσθαι — μετά κυβεύω play at dice pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκυβεύθησαν — μετά κυβεύω play at dice aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεκύβευσεν — μετά κυβεύω play at dice aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)