- μετενήνοχα
μετενήνοχα, perf. zu μεταφέρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετενήνοχα, perf. zu μεταφέρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετενηνόχασι — μετενηνόχᾱσι , μεταφέρω carry across perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετενηνόχασιν — μετενηνόχᾱσιν , μεταφέρω carry across perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)