- μετείς
μετείς, ion. = μεϑείς, part. aor. II. zu μεϑάημι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετείς, ion. = μεϑείς, part. aor. II. zu μεϑάημι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετείς — μεθίημι set loose aor part act masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek