- μετ-εξ-αιρέομαι
μετ-εξ-αιρέομαι (s. αἱρέω), herausnehmen u. anderswohinbringen, ἐμισϑωσάμην ἕτερα πλοῖα καὶ μετεξειλόμην τὸν γόμον καὶ δεῦρο ἀπέστειλα, Dem. 56, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εξ-αιρέομαι (s. αἱρέω), herausnehmen u. anderswohinbringen, ἐμισϑωσάμην ἕτερα πλοῖα καὶ μετεξειλόμην τὸν γόμον καὶ δεῦρο ἀπέστειλα, Dem. 56, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.