- μετ-εκ-δίδωμι
μετ-εκ-δίδωμι (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εκ-δίδωμι (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετεκδίδωμι — (Α) (το μέσ.) μετεκδίδομαι μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»] … Dictionary of Greek