- μετ-εγ-κεντρίζω
μετ-εγ-κεντρίζω, umpfropfen, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εγ-κεντρίζω, umpfropfen, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετεγκεντρίζω — (Μ) εμβολιάζω σε άλλο δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] … Dictionary of Greek
οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… … Dictionary of Greek