- μετ-εγ-χέω
μετ-εγ-χέω (s. χέω), aus einem Gefäß in ein anderes eingießen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-εγ-χέω (s. χέω), aus einem Gefäß in ein anderes eingießen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
μετεγχέω — (Α) χύνω από ένα αγγείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek