πόλις

πόλις

πόλις, poet. auch πτόλις, ἡ, gen. εως, ion. ιος, bei att. Dichtern auch εος, was auch in πόλευς zsgzgn wird, Theogn. 776. 1043, ep. πόληος, bei Hom. ist πόλιος auch zweisylbig gebraucht, Il. 2, 811. 21, 567, wie auch bei den Attikern πόλεως, vgl. Porson Eur. Med. 906; dat. πόλει u. ep. πόληϊ; acc. πόλιν u. Hes. Sc. 105 auch πόληα; plur. nom. neben πόλεις ep. πόληες, auch πόλιες, Od. 15, 412, wie Pind. N. 18, 47; gen. πόλεων, u. poet. πολίων; dat. πόλεσιν, ep. πολίεσσιν, Od. 21, 252. 24, 355, Pind. P. 7, 9 πολίεσι, auch in einem Decret der Lacedämonier Thuc. 5, 77. 79; acc. πόλεις, ep. πόληας, auch πόλιας, was Od. 5, 560 zweisylbig ist, u. Her. πόλις; gen. dual. τοῖν πολέοιν, Isocr. 4, 73 (von πόλος, πολέω, eigtl. wo man sich aufhält); – die Stadt; Hom. bes. Troja, Il. 2, 367; πόλις ἄκρη u. ἀκροτάτη, = ἀκρόπολις, der höchste, befestigte Theil der Stadt, die Stadtburg, 6, 88. 257. 20, 52; πόλις πύργοις ἀραρυῖα, 15, 737; er vrbdt auch πόϑι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες, Od. 1, 170 u. öfter, Vaterstadt, die Stadt, wo man wohnt, vgl. εἰ πατρίδ' ἱκοίατο καὶ πόλιν αὐτῶν, 10, 416; πατρί τε σῷ μέγα πῆμα πόληΐ τε παντί τε δήμῳ, Il. 3, 50; er bezeichnet auch eine ganze Gegend damit, insofern sie durch Gründung einer Stadt angebau't und von Menschen bewohnt ist, Od. 6, 177, wohin man auch rechnet ὅπως πόλιν καὶ ἄστυ σαώσῃς Il. 17, 144, vgl. Schol. Il. 14, 230 Strab. VIII, 3 u. Lehrs de stud. Aristarch. p. 250; Eur. sagt Ion 305 Εὔβοι' Ἀϑήναις ἐστί τις γείτων πόλις; vgl. frg. Rhadam. 2 u. Soph. frg. 360; der Schol. Ar. Pax 251 bemerkt ὅτι πόλιν εἶπε τὴν Σικελίαν νῆσον οὖσαν, καὶ Ὅμηρος πολλάκις τὰς νήσους πόλεις καλεῖ (wofür er Il. 14, 231 anführt); Lys. 6, 6, wo Σικελία, Πελοπόννησος folgt; vgl. ὑπέρ τε πόντον καὶ περιῤῥύτας πόλεις, Aesch. Eum. 77. Im Gegensatz von ἄστυ bezeichnet es aber den Verein der Bürger, u. dieses die Gebäude der Stadt selbst, vgl. Böckh expl. Pind. Ol. 7, 34 Dissen Isthm. 4, 49 ff.; ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Aesch. Spt. 2; ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως, 57; πόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει, 77; πύργοι μέν, οἳ πόλιν στέγουσιν, Soph. O. C. 15; πασῶν, Ἀϑῆναι τιμιωτάτη πόλις, 108, u. öfter; aber noch häufiger von der Gemeinschaft der Bürger, welche die Stadtgemeinde, den Staat bilden, z. B. πόλις γὰρ ἧμιν ἁ' μὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ, Ant. 730, πόλις γὰρ οὐκ ἔσϑ' ἥτις ἀνδρός ἐστ' ἑνός, 733; vgl. bes. ὧν πόλις ἀνάριϑμος ὄλλυται, d. i. πολῖται, O. R. 179; u. so Eur. u. schon Hom. Il. 16, 69, Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε ϑάρσυνος; Ar., bei dem es auch allein für die Burg von Athen steht, Equ. 1089 Lys. 245, wie Xen. An. 7, 1, 27; u. so ist, wo von Athen die Rede ist, πόλις die Burg, gew. ἀκρόπολις, u. ἄστυ die eigentliche Stadt; κατὰ πόλιν dem ἐν ταῖς στρατείαις entggstzt, Xen. Mem. 4, 4, 1. – In att. Prosa gew.: πόλεις κατὰ κώμας οἰκούμεναι, Thuc. 1, 5; Plat. sagt ταύτῃ τῇ ξυνοικίᾳ ἐϑέμεϑα πόλιν ὄνομα, Rep. II, 369 c, u. setzt gegenüber οὔτε πόλιν, οὔτε ἰδιώτην, Conv. 178 d; πόλεις τε καὶ ἔϑνη ἀνϑρώπων, Rep. I, 348 d. Bei Xen. Cyr. 8, 2, 28 sind πόλεις Demokratieen; τὰ τῆς πόλεως, Staatsangelegenheiten, Staatsverwaltung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πόλις — Πόλῑς , Πόλις city fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Πόλις city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλις — πόλῑς , πόλις city fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πόλις city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλις καὶ νόμος, χώμη καὶ ἔθος. — πόλις καὶ νόμος, χώμη καὶ ἔθος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πόλις — Αρχαία ελληνική πόλη στην Οζολαία Λοκρίδα, που την κυρίευσε, το 426 π.Χ., ο Ευρύλοχος, στρατηγός της Σπάρτης και την υποχρέωσε να συμμαχήσει με τη Σπάρτη εναντίον των Αθηναίων. * * * η, ΝΑ βλ. πόλη …   Dictionary of Greek

  • Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πτόλει — πόλις city fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτόλεϊ , πόλις city fem dat sg (epic) πόλις city fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλει — Πόλις city fem nom/voc/acc dual (attic epic) Πόλεϊ , Πόλις city fem dat sg (epic) Πόλις city fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλει — πόλις city fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) πόλεϊ , πόλις city fem dat sg (epic doric ionic) πόλις city fem dat sg (attic epic doric ionic) πολέω go about pres imperat act 2nd sg (attic epic) πολέω go about imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεις — πόλις city fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) πόλις city fem nom/acc pl (attic epic doric ionic) πόλις city fem nom pl (attic epic ionic) πολέω go about imperf ind act 2nd sg (attic epic) πολύς many masc nom/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόλι — πόλις city fem voc sg (epic) πτόλῑ , πόλις city fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”