μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… … Dictionary of Greek
μυθολέσχης — μυθολέσχης, ὁ (Α) αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο λέσχης, μετεωρο λέσχης] … Dictionary of Greek
ουρανολέσχης — οὐρανολέσχης, ὁ (Α) αυτός που φλυαρεί σχετικά με τα ουράνια σώματα και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. μετεωρο λέσχης] … Dictionary of Greek
λεπτολεσχώ — λεπτολεσχῶ, έω (Μ) λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη), πρβλ. αδο λεσχώ, μετεωρο λεσχώ] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek