μετεωρο-λέσχης

μετεωρο-λέσχης

μετεωρο-λέσχης, , verächtlicher Ausdruck für μετεωρολόγος, von hohen Dingen schwatzend; τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας, so werden die Philosophen von den Ungebildeten genannt, Plat. Rep. VI, 489 c; Luc. Icarom. 5 u. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… …   Dictionary of Greek

  • μυθολέσχης — μυθολέσχης, ὁ (Α) αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο λέσχης, μετεωρο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • ουρανολέσχης — οὐρανολέσχης, ὁ (Α) αυτός που φλυαρεί σχετικά με τα ουράνια σώματα και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. μετεωρο λέσχης] …   Dictionary of Greek

  • λεπτολεσχώ — λεπτολεσχῶ, έω (Μ) λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη), πρβλ. αδο λεσχώ, μετεωρο λεσχώ] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”