- μετεωροσύνη
μετεωροσύνη, ἡ, = μετεωρία, Maneth. 4, 436.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετεωροσύνη, ἡ, = μετεωρία, Maneth. 4, 436.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετεωροσύνη — μετεωροσύνη, ἡ (Α) [μετέωρος] η μετεωρία* … Dictionary of Greek
μετεωροσύνης — μετεωροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)