μετεωρισμός

μετεωρισμός

μετεωρισμός, , Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl. , Hippocr. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετεωρισμός — rising to the surface masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρισμός — ο 1. η ανύψωση: Ο μετεωρισμός του αεροπλάνου. 2. (ιατρ.), το φούσκωμα των εντέρων με αέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρισμοῖς — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοῖσιν — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοί — μετεωρισμός rising to the surface masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοῦ — μετεωρισμός rising to the surface masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμούς — μετεωρισμός rising to the surface masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμῶν — μετεωρισμός rising to the surface masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμῷ — μετεωρισμός rising to the surface masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμόν — μετεωρισμός rising to the surface masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”