- πόλτος
πόλτος, ὁ, Brei, das lat. puls; Alcman bei Ath. XIV, 648 b; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόλτος, ὁ, Brei, das lat. puls; Alcman bei Ath. XIV, 648 b; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόλτος — porridge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολτός — ο, ΝΑ, πόλτος, Α 1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής 2. χυλός, κουρκούτι νεοελλ. 1. (χημ. τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα 2. χημ. ονομασία διαλυμάτων… … Dictionary of Greek
πόλτος — ὁ, Α βλ. πολτός … Dictionary of Greek
πολτός — ο μάζα μαλακή, χυλός: Πολτός ντομάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βορδιγάλιος πολτός — Μείγμα διάλυσης σε νερό θειικού χαλκού και ασβεστίου που χρησιμοποιείται ως αντικρυπτογαμικό στη γεωργία. Παρασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1882 στο Μπορντό (Βορδίγαλα) της Γαλλίας, απ’ όπου πήρε και την ονομασία του. Ανάλογα… … Dictionary of Greek
πόλτοι — πόλτος porridge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλτοις — πόλτος porridge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλτον — πόλτος porridge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλτου — πόλτος porridge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλτους — πόλτος porridge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλτων — πόλτος porridge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)