- μεταύλιον
μεταύλιον, τό, = μεσαύλιον, f. L. bei Opp. Cyn. 1, 527, wo jetzt μετ' αὔλιον steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταύλιον, τό, = μεσαύλιον, f. L. bei Opp. Cyn. 1, 527, wo jetzt μετ' αὔλιον steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσαβον — και μέσσαβον και μεσάβοιον και ποιητ. τ. μεσόβοιον, τὸ, και ως αρσ. στην ονομ. πληθ. μέσαβοι, oἱ (Α) δερμάτινο λουρί στο αλέτρι με το οποίο δενόταν ο ζυγός στον ρυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (δηλ. σχηματισμένο από… … Dictionary of Greek