μετα-ψηφίζω

μετα-ψηφίζω

μετα-ψηφίζω, durch Abstimmen auf einen Andern übertragen lassen, im pass., App. B. C. 4, 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …   Dictionary of Greek

  • μετεψηφισμένα — μετά ψηφίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl μετεψηφισμένᾱ , μετά ψηφίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual μετεψηφισμένᾱ , μετά ψηφίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) μετά ψηφίζω count perf part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεψηφίζετο — μετά ψηφίζομαι count imperf ind mp 3rd sg μετά ψηφίζω count imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”