- μετα-χωνεύω
μετα-χωνεύω, umgießen, umschmelzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-χωνεύω, umgießen, umschmelzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταχωνευθείς — μετά χοανεύω cast in a mould aor part pass masc nom/voc sg μετά χωνεύω cast in a mould aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχωνεύων — μετά χοανεύω cast in a mould pres part act masc nom sg μετά χωνεύω cast in a mould pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχώνευσαι — μετά χοανεύω cast in a mould aor imperat mid 2nd sg μετά χωνεύω cast in a mould aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεχωνεύετο — μετά χοανεύω cast in a mould imperf ind mp 3rd sg μετά χωνεύω cast in a mould imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχωνεύσηι — μεταχωνεύσῃ , μετά χοανεύω cast in a mould aor subj mid 2nd sg μεταχωνεύσῃ , μετά χοανεύω cast in a mould aor subj act 3rd sg μεταχωνεύσῃ , μετά χοανεύω cast in a mould fut ind mid 2nd sg μεταχωνεύσῃ , μετά χωνεύω cast in a mould aor subj mid 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek