- μετα-χρηματίζω
μετα-χρηματίζω, anders betiteln, benennen, D. Sic. exc. 629, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-χρηματίζω, anders betiteln, benennen, D. Sic. exc. 629, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek