- πόδιον
πόδιον, τό, 1) dim. von πούς; Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. u. Folgde. – 2) = ποδεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόδιον, τό, 1) dim. von πούς; Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. u. Folgde. – 2) = ποδεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόδιον — foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίοις — πόδιον foot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδίων — πόδιον foot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδια — πόδιον foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπόδιον — ἡμιπόδιον, τὸ (Α) (ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο πόδιον, υπο πόδιον]. ἡμιπόδιον, τὸ (Α) το μισό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός)] … Dictionary of Greek
κλινοπόδιο — το (Α κλινοπόδιον) νεοελλ. γένος δικοτυλήδονων φυτών με ρόδινα ή πορφυρόχρωμα άνθη αρχ. αρωματικό φυτό που τα φύλλα του μοιάζουν με τα πόδια κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πόδιον (< πόδιον < πούς, ποδός), πρβλ. κυνο πόδιον, λεοντο πόδιον] … Dictionary of Greek
κορωνοπόδιον — κορωνοπόδιον, τὸ (ΑM) το φυτό πλαντάγινο ή αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πόδιον (< πόδιον < πούς), πρβλ. ιερακο πόδιον, κλινο πόδιον] … Dictionary of Greek
ιερακοπόδιον — ἱερακοπόδιον, τὸ (Α) το φυτό λυχνίς η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο πόδιον, κλινο πόδιον)] … Dictionary of Greek
λεοντοπόδιο — το (Α λεοντοπόδιον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς αρχ. το φυτό ζωόνυχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Polypodium — Taxobox name = Polypodium image width = 240px image caption = Common Polypody, Polypodium vulgare regnum = Plantae divisio = Pteridophyta classis = Pteridopsida ordo = Polypodiales familia = Polypodiaceae genus = Polypodium genus authority = L.… … Wikipedia
Многоножка — У этого термина существуют и другие значения, см. многоножка (значения). ? Многоножка … Википедия