- μετ-αυτίκα
μετ-αυτίκα, gleich nachher, darauf, Her. 5, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αυτίκα, gleich nachher, darauf, Her. 5, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταυτίκα — (Α) επίρρ. ευθύς, αμέσως μετά από αυτά, αμέσως κατόπιν («καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐτίκα «αμέσως»] … Dictionary of Greek