- μετα-στείχω
μετα-στείχω, nachgehen, um Etwas zu erreichen, zu holen, ἣν μεταστείχω ποδί, Eur. Suppl. 90; Hec. 509; Callim. Cer. 9; – wo andershin, weggehen, αὔτως δ' αὖ Μήδεια μετέστιχε, Ap. Rh. 3, 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-στείχω, nachgehen, um Etwas zu erreichen, zu holen, ἣν μεταστείχω ποδί, Eur. Suppl. 90; Hec. 509; Callim. Cer. 9; – wo andershin, weggehen, αὔτως δ' αὖ Μήδεια μετέστιχε, Ap. Rh. 3, 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek