- μετ-αρδεύω
μετ-αρδεύω, bewässern, ὥςπερ ἐκ πηγῆς, Heraclid. alleg. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αρδεύω, bewässern, ὥςπερ ἐκ πηγῆς, Heraclid. alleg. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταρδεύω — (Α) μεταστρέφω το αυλάκι άρδευσης προς άλλο τόπο και ποτίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρδεύω «ποτίζω»] … Dictionary of Greek