- μεταρσιο-λεσχία
μεταρσιο-λεσχία, ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταρσιο-λεσχία, ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονειρολεσχία — ὀνειρολεσχία, ἡ (Α) παραμιλητό κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + λεσχία (< λέσχης < λέσχη «συγκέντρωση, συνάθροιση»), πρβλ. μεταρσιο λεσχία] … Dictionary of Greek