πόντονδε

πόντονδε

πόντονδε, adv., ins Meer; Od. 10, 48; Aesch. Suppl. 33.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόντονδε — into the sea indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντονδε — Α επίρρ. στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. μυχόν δε)] …   Dictionary of Greek

  • πόντονδ' — πόντονδε , πόντονδε into the sea indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • ταχυήρης — ύηρες, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.) 2. (κατ επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ήρης (ΙΙ)* (πρβλ. τρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”