- μετα-πιπράσκω
μετα-πιπράσκω (s. πιπράσκω), nachher oder wieder verlaufen, Schol. Ar. Nubb. 1199; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-πιπράσκω (s. πιπράσκω), nachher oder wieder verlaufen, Schol. Ar. Nubb. 1199; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταπιπράσκειν — μεταπιπρά̱σκειν , μετά πιπράσκω export for sale pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπιπράσκοντες — μεταπιπρά̱σκοντες , μετά πιπράσκω export for sale pres part act masc nom/voc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπιπράσκων — μεταπιπρά̱σκων , μετά πιπράσκω export for sale pres part act masc nom sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεπράθη — μετεπρά̱θη , μετά πιπράσκω export for sale aor ind pass 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπράτης — παλιμπράτης, ὁ (Α) μεταπράτης, μεταπωλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πράτης (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μετα πράτης] … Dictionary of Greek
πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… … Dictionary of Greek